Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μέγα βάρος

  • 1 παιω

         παίω
        (fut. παίσω, реже παιήσω)
        1) бить, ударять
        πὺξ παιόμενος Lys. — избитый кулаками;
        παῖε πᾶς! Eur., Arph. — бей вовсю!;
        π. διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — наносить двойной удар;
        ἐπαίσατο τὸν μηρόν Xen. (Кир) хлопнул себя по бедрам;
        π. ἅλμην Aesch., Eur. — ударять море (веслами), т.е. грести;
        π. τινὰ ἐς τέν γῆν Her. (ударами) повалить кого-л. на землю;
        π. ἐφ΄ ἁλὴ τὰν μᾶδδαν Arph. — стучать хлебом по соли, т.е. питаться хлебом и солью

        2) поражать
        

    (τινὰ μαχαίρᾳ Soph.; τινὰ πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ Eur.; π. εἰς τὰ στέρνα и κατὰ τὸ στέρνον Xen.; ῥοπάλῳ π. τινὰ τὸ νῶτον Arph.)

        π. ἐπὴ νόσῳ νόσον Soph. — наносить рану на рану, т.е. к старой ране прибавлять новую;
        π. τινὰ ἐν κάρᾳ μέγα βάρος Soph.обрушить на чью-л. голову страшную тяжесть, т.е. тяжко покарать кого-л.;
        π. τοῖς ῥήμασι Arph.громить речами

        3) жалить
        

    (ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον, sc. ὅ σκορπίος NT.)

        4) вонзать
        5) прогонять, отгонять
        6) Arph. = βινέω См. βινεω
        7) ударяться, натыкаться

    (στήλην Soph.; πρὸς τὰς πέτρας Xen.)

    ; перен. биться

    Древнегреческо-русский словарь > παιω

  • 2 επικάθημαι

    (αόρ. επεκάθησα)
    1) садиться;

    έχει επικάθήσει σκόνι επάνω εις τα βιβλία — пыль села на книги;

    2) перен. лежать бременем, давить, гнести;

    μέγα βάρος επικάθηται:

    είς την συνείδησίν μου большой груз лежит на моей совести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επικάθημαι

См. также в других словарях:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • δηνάριο — (denarius). Αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά περίπου το 268 π.Χ., με βάρος περίπου 4,55 γρ. και αξία 10 ασαρίων. Το 217 π.Χ. το βάρος του περιορίστηκε σε 3,90 γρ. και η αξία του αυξήθηκε σε 16 ασάρια. Σε όλη τη δημοκρατική περίοδο …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • ίπτομαι — ἴπτομαι (Α) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ζημιώνω 3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω βλάπτω 4. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ τού ἶπος* «βάρος, φορτίο», τού οποίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»